- συνένδησις
- συνέν-δησις, εως, ἡ,A binding in together, τινὸς πρός τι Sch.Il.4.133.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συνένδεσις — ή συνένδησις, ήσεως, ἡ, Α σύνδεση κάποιου με κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἔνδεσις «σύνδεση, συναρμογή»] … Dictionary of Greek